ΑΡΘΡΑΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

25.06.2021

Κώστας Μποτόπουλος: Ελληνικό Γουότερ-γκέιτ

 
Οι αποκαλύψεις του τελευταίου διαστήματος-«υπόθεση Παπαγγελόπουλου/Novartis»,  «υπόθεση Παππά/Μέσων Ενημέρωσης» και «υπόθεση Μάτι/χειραγώγησης έρευνας»-,δημιουργούν ένα σαφές πλέγμα: η προηγούμενη κυβέρνηση, συνειδητά, μεθοδευμένα και συνολικά, χρησιμοποιούσε κρατικούς θεσμούς, πρόσωπα και καταστάσεις για να προσπορισθεί πολιτικά/κομματικά κέρδη που όχι μόνο δεν δικαιούνταν αλλά και έρχονταν σε αντίθεση με το θεσμικό της ρόλο. Αυτή η προσπάθεια, ασχέτως τελικού αποτελέσματος, έχει, και στη δημοσιογραφία και στην πολιτική επιστήμη, όνομα: λέγεται εκτροπή.
Το κυβερνητικό σύστημα εκτεινόταν, όπως υποπτευόμασταν και τώρα αποδεικνύεται, σε τρία βασικά πεδία: Δικαιοσύνη, Τύπο, επιχειρηματική κοινότητα. Και στα τρία χτίζονταν «τζάκια», στήνονταν «γέφυρες», στέλνονταν οικοδομικά υλικά από το «μαγαζί», υπηρετούνταν όχι η άσκηση αλλά η «άλωση» της εξουσίας. Και στα τρία ο κόσμος χωριζόταν στους «δικούς μας» και στους «άλλους». Και στα τρία χρησιμοποιούνταν τα προνόμια της εξουσίας για να κυνηγηθούν, να υπονομευθούν ή να σιωπήσουν οι αντίπαλοι, να εμφανιστεί ως αλήθεια, ή έστω ως πειστικό «αφήγημα», η «αλήθεια του μαγαζιού», να ενδυναμωθεί έως διαιώνισης η παραμονή στο «Λευκό Οίκο».
Σε σχέση με τη δικαστική εξουσία, από υλικό που εστάλη στη Βουλή, από καταθέσεις μαρτύρων, στους οποίους συγκαταλέγονται και δικαστές, αλλά και από τις μαγνητοφωνημένες συνομιλίες που ήρθαν στη δημοσιότητα, εμφανίζεται μια επιχείρηση χειραγώγησης, εκεί που οι συνειδήσεις ήταν «μπόσικες», εκφοβισμού, εάν οι δικαστές αντιστέκονταν ή αμφιταλαντεύονταν, και πάντως μια κατανομή των υποθέσεων, μια στοχοποίηση και μια χρήση των στοιχείων με βασικό κριτήριο όχι την αποκάλυψη της αλήθειας αλλά το ποιο πρόσωπο ήθελε να πλήξει η κυβέρνηση. Πέρα από τα διάφορα θα «πω στην τύπισσα» και το στήσιμο της δίωξης πολιτικών προσώπων χωρίς στοιχεία ή με χαλκευμένα στοιχεία, υπάρχουν και οι αποδείξεις από την υπόθεση των ραδιοτηλεοπτικών αδειών και τη δημόσια διαπόμπευση δικαστή, που αργότερα ανήλθε στο ανώτατο αξίωμα.
Στο πεδίο του Τύπου, εξαρχής η προηγούμενη κυβέρνηση αισθάνθηκε ότι δεν «έχει φωνή» και προσπάθησε με μανία να «χτίσει» αυτή τη φωνή, είτε μέσα από τη δημόσια τηλεόραση, είτε μέσα από νέα κανάλια και έντυπα, είτε μέσα από υποβολιμιαίες «αποκλειστικότητες» που μοιράζονταν σε φίλα μέσα και φιλοτεχνούσαν τον κόσμο όπως τον ήθελε η κυβέρνηση. Ο κύκλος αυτός συνδεόταν στενά, όπως αποκαλύπτουν όχι πια μαγνητοφωνήσεις αλλά έγγραφα επίσημα κατατεθειμένα σε δικαστήρια, με το κύκλο των ανθρώπων με οικονομική ισχύ που ήθελε να έχει με το μέρος της η κυβέρνηση, είτε προέρχονταν από παραδοσιακά οχυρά είτε από νέα κάστρα. Η σαφής διευκρίνιση, από το στόμα του ίδιου του ενδιαφερομένου, ότι ο «Λευκός Οίκος», δηλαδή η κυβέρνηση, είχε μεσολαβήσει για εικονική συναλλαγή μέσω της οποίας θα γινόταν δυνατή η παραχώρηση, στο συγκεκριμένο επιχειρηματία, της πολυπόθητης άδειας τηλεοπτικού σταθμού, συμπυκνώνει όχι μόνο όλες τις παθογένειες αλλά και όλα τα κυκλώματα.
Ο φαύλος κύκλος συμπληρώθηκε με την αποκάλυψη ότι στην τραγωδία στην οποία οδηγηθήκαμε με την πυρκαγιά στο Μάτι το καλοκαίρι του 2018, η τότε κυβέρνηση όχι μόνο δεν είχε κάνει αυτά που όφειλε για να αποτρέψει ή έστω να μειώσει τις συνέπειες της καταστροφής, αλλά είχε δώσει και οδηγίες στον αρχηγό της Πυροσβεστικής για τη συγκάλυψη γεγονότων και στοιχείων και τον, μέσω απειλών σε κατωτέρους του, φόρτωμα της ευθύνης στο στρατηγό άνεμο και τις πολεοδομικές παθογένειες.
Πρόκειται, τηρουμένων όλων των τοπικών, χρονικών, ποιοτικών, στυλιστικών αναλογιών, για το ελληνικό Γουότεργέκιτ: χρήση των θεσμών και νόσφιση εξουσίας σαν αυτήπου συντάραξε την αμερικανική δημοκρατία στη δεκαετία του 1970, έριξε τον Πρόεδρο Νίξον και κατέστησε το πρόθεμα «γκέιτ» συνώνυμο μείζονος πολιτικού σκανδάλου.

Το αμερικανικό Γουότεργκέιτ ξέσπασε τον Ιούνιο του 1972 με εισβολή στα γραφεία του Δημοκρατικού κόμματος και κλοπή υλικού από κυβερνητικούς πράκτορες, αλλά η πολιτική κάθαρση ήρθε δυο χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1974, με την παραίτηση του Προέδρου Νίξον υπό το βάρος της ευρύτερης σκευωρίας που αποκάλυψε ο Τύπος και διερευνούσε η Γερουσία. Το ελληνικό Γουότεργκέιτ είχε ως αφορμή ένα υπαρκτό σκάνδαλο, το σκάνδαλο Novartis, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από την τότε κυβέρνηση όχι για την αποκάλυψη των ενόχων, ούτε για την αναζήτηση αποζημιώσεων από τη φαρμακευτική εταιρία που ζημίωσε το ελληνικό Δημόσιο, αλλά για την εμπλοκή αντιπολιτευόμενων πολιτικών προσώπων και τον προσπορισμό πολιτικού/κομματικού κέρδους («να βάλουμε κανέναν στη φυλακή»). Και τα δύο προέρχονταν από την κορυφή της εξουσίας, και τα δύο στρέφονταν κατά πολιτικών αντιπάλων, και τα δύο πήραν χρόνο να εξιχνιασθούν και διήνυσαν την αντίστροφή διαδρομή από αυτή που επιζητούσαν οι εμπνευστές τους: από την παγίδευση των αντιπάλων τους, παγιδεύτηκαν οι ίδιοι.
Το αμερικανικό Γουότεργκέιτ απέκτησε την πραγματική σημασία του όταν ο Τύπος, ιδίως η εφημερίδα ΓουάσινγκτονΠόστ, βρήκε στοιχεία που συνέδεσαν την παράνομη ενέργεια –την παρακολούθηση των αντιπάλων και, όπως αποκαλύφθηκε λίγο αργότερα, εκτεταμένο κύκλωμα παρακολουθήσεων μέσα στο Λευκό Οίκο- με τη ροή του χρήματος: οι εισβολείς στα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος πληρώθηκαν από κονδύλια που προορίζονταν για την επανεκλογή του Νίξον. Το ελληνικό  Γουότεργκέιτ άρχισε να ξετυλίγεται πάλι μετά από δημοσιογραφικές έρευνες, στη βάση σχέσεων εξουσίας και παραεξουσίας. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτό που δημιούργησε πεποίθηση στην κοινή γνώμη ήταν η εμφάνιση αδιάσειστων, αν και όχι ορθόδοξα αποκτημένων, αποδείξεων: «Βαθύ Λαρύγγι» και μαγνητοταινία-κάννη-που-καπνίζει (ο Νίξον στον προσωπάρχη του Χάλντεμαν: «Βάλε τη CIAνα μιλήσει στο FBI… Παίξτο σκληρά»), μαγνητοταινίες και εκ των έσω αποκαλύψεις για «μαγαζιά» και εικονικές συναλλαγές εντός του ελληνικού Λευκού Οίκου. 
Και το αμερικανικό και το ελληνικό Γουότεργκέιτ πέρασαν μέσα από μια διαδικασία «πολιτικής δικαστικοποίησηης»: ειδικές εξεταστικές επιτροπές (στην αμερικανική Γερουσία, σε ειδικό προανακριτικό σχηματισμό της ελληνικής Βουλής) κλήθηκαν να διερευνήσουν το διαρκώς συσσωρευόμενο αποδεικτικό υλικό υπό συνθήκες μεγάλης έντασης και ευρείας δημοσιότητας. Και στις δύο περιπτώσεις έπαιξε κρίσιμο ρόλο η δικαστική εξουσία: είτε για τη χρήση στοιχείων (απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με ψήφους 8-0, να παραδώσει η κυβέρνηση Νίξον τις μαγνητοταινίες, αποστολή φακέλου στη ελληνική Βουλή), είτε για ποινικές κυρώσεις (48 αξιωματούχοι στη φυλακή στις ΗΠΑ, αναμονή για την τύχη πρώην Υπουργού, ίσως και άλλων, στην Ελλάδα).
Και στις δύο περιπτώσεις, και αυτό είναι το πιο βασικό, εκλεγμένες κυβερνήσεις αποδείχτηκε ότι είχαν οργανώσει σχέδιο για παράνομη χρήση εξουσιαστικών προνομίων. Σχέδιο παρακολούθησης αντιπάλων και, στη συνέχεια, συγκάλυψης της κυβερνητικής συμμετοχής, επί Νίξον. Σχέδιο διασυρμού και ποινικοποίησης των αντιπάλων, μέσω κυκλωμάτων με πλοκάμια στη δικαστική εξουσία και στον Τύπο, από το ΣΥΡΙΖΑ. Ο Νίξον αποκαλύφθηκε ότι έβαλε τους ανθρώπους του να επηρεάσουν το FBI, τη CIAκαι τις φορολογικές αρχές, πρώτα για να αμαυρώσουν και μετά για να συγκαλύψουν. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μαθαίνουμε κάθε μέρα και με περισσότερα στοιχεία ότι χρησιμοποιούσε αντίστοιχες πρακτικές. Και στις δυο περιπτώσεις, στόχος ήταν οι αντίπαλοι αλλά το καίριο πλήγμα δόθηκε στη δημοκρατία. Έτσι ώστε το γεγονός ότι ο αμερικανός Πρόεδρος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, ενώ την ελληνική κυβέρνηση είχε προλάβει να την «παραιτήσει» ο λαός, να έχει δευτερεύουσα σημασία. Το κρίσιμο είναι ότι δεν γλίτωσαν.
Και για να εξηγούμαστε: μπροστά σε τέτοιες παραβιάσεις, δεν χωρούν συμψηφισμοί, επιβάλλονται όμως συγκρίσεις. Συχνά και από αρκετούς –όχι, όμως από όλους- στην ατελή αλλά ανθεκτική μεταπολιτευτική ελληνική δημοκρατίαμοιράστηκαν δουλειές και προνόμια σε ημέτερους (το περίφημο «πελατειακό κράτος», που έρχεται μεν από παλιά, αλλά δεν αποτελεί νομοτέλεια), έγιναν προσπάθειες προσεταιρισμού του Τύπου («Αυριανή», Κοσκωτάς), επηρεασμού της δικαστικής εξουσίας (Προεδρία Κόκκινου), δημιουργίας «ειδικών σχέσεων» με επιχειρηματίες (οι «βασικοί μέτοχοι» έφτασαν, ελαφρώς υποκριτικά, ως το Σύνταγμα –το κείμενο, όχι την πλατεία). 

 
 
Ποτέ άλλοτε όμως, πριν από την κυβέρνηση που είχε αναγγείλει ότι «θα είναι κάθε λέξη του Συντάγματος», δεν είχε υπάρξει τέτοιο οργανωμένο, εφ’ όλης της ύλης και «φιλοσοφημένο» (όχι απλώς άσκηση αλλά κατάληψη της εξουσίας) σχέδιο υποταγής της Δημοκρατίας στο κόμμα-Κράτος. 

Αλλά και μετά τις αποκαλύψεις, και με αφορμή τις αποκαλύψεις, ένα νέο «αφήγημα», που στην πραγματικότητα είναι στρατήγημα, άρχισε να πλανάται πάνω από την πολιτική σκηνή. Σύμφωνα με αυτό, όποιος –πολιτικό κόμμα, πολίτης αλλά κυρίως η κυβέρνηση- δίνει έμφαση ή απλώς σημασία στη χιονοστιβάδα αποκαλύψεων που αφορούν στην προηγούμενη περίοδο διακυβέρνησης ενεργεί σε βάρος του εθνικού συμφέροντος, αφού διασπά την ενότητα που καθιστούν αναγκαία μια σειρά από άλλα συνταρακτικά γεγονότα -κυρίως η επαπειλούμενη λόγω του κορωνοϊού οικονομική δυσπραγία και οι όλο και πιο ανοιχτές απειλές της Τουρκίας κατά της εθνικής μας κυριαρχίας. Πρόκειται για –μία ακόμη- προσπάθεια συγκάλυψης.
Η θεσμική σημασία του «ελληνικού Γουότεργκέιτ» έγκειται στο ότι όλες οι πτυχές του υπηρετούσαν ένα πολιτικό σχέδιο που, για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση, προερχόταν από την εξουσία και στρεφόταν κατά της Δημοκρατίας. Η αποκάλυψη αυτού του σχεδίου και της «λογικής» που υπηρετούσε, με φωτισμό όλων των λεπτομερειών και όλων των συνεπειών τους, συνιστά, πριν από οτιδήποτε άλλο, δημοκρατικό καθήκον της ελληνικής Πολιτείας, όπως εκφράζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Επειδή είναι προφανές ότι η προηγούμενη κυβέρνηση, που είχε οργανώσει το συγκεκριμένο σχέδιο, δεν επρόκειτο η ίδια να το φωτίσει με τον τρόπο που του αρμόζει, το δημοκρατικό αυτό καθήκον επωμίζεται η διάδοχός της. Συγκάλυψη ή μείωση της σημασίας του –γιατί είναι προφανές ότι όσοι ζητούν οψίμως «ειρήνευση» ζητούν τη συγκάλυψη- θα αποτελούσε δημοκρατικό ατόπημα, και ποινικώς κολάσιμη πράξη, εκ μέρους της σημερινής κυβέρνησης.
Είναι ευνόητο ότι η Δημοκρατία απαιτεί στοιχεία και νηφαλιότητα στη στήριξη κάθε κατηγορίας. Εξίσου φυσικό όμως είναι συγκλονιστικά γεγονότα που αγγίζουν –στην προκείμενη περίπτωση: με παράνομο τρόπο- τον ίδιο τον πυρήνα άσκησης της εξουσίας να χρησιμοποιούνται εντός της πολιτικής/κομματικής διαπάλης. Αυτό κάθε άλλο παρά βλάπτει το δημόσιο συμφέρον, ενώ δεν συνδέεται με την αντιμετώπιση άλλων, ακόμα και των λεγόμενων «εθνικών», ζητημάτων, για τα οποία ούτως ή άλλως δεν υπάρχει ομοφωνία και ούτε αυτά εξαιρούνται της πολιτικής διαπάλης.
Στο σημείο αυτό παρεισφρέει μια δεύτερη διαστρέβλωση: ότι η νυν αξιωματική αντιπολίτευση «δικαιούται» μια ήπια στάση, ακόμα και έναντι τέτοιας σημασίας δημοκρατικών παραβάσεων, επειδή έχει δήθεν «βάλει πλάτη», δηλαδή στηρίξει τα εθνικά συμφέροντα, σε μια σειρά από σημαντικές προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει η παρούσα κυβέρνηση: κυρίως αναφέρονται η εκλογή της Προέδρου της Δημοκρατίας, η πανδημία και ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως το κλείσιμο των συνόρων στον Έβρο και οι τουρκικές απειλές. Το «επιχείρημα» αυτό, εκτός από έωλο –άλλο απειλές κατά της δημοκρατίας κατά νόσφιση εξουσίας και άλλο διαμόρφωση συνθηκών ή αναγκών από εξωγενή γεγονότα-, είναι και ψευδές: γιατί η «συναίνεση» σε όλα τα παραπάνω ζητήματα υπήρξε είτε προσχηματική –στην περίπτωση της εκλογής της Προέδρου και του Έβρου, όπως και της ψήφου των αποδήμων, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης «σύρθηκε» για να μην αποκοπεί πλήρως από το λαϊκό αίσθημα- είτε εξαιρετικά μικρόψυχη –η αποδοχή της αντικειμενικά επαρκούς διαχείρισης της πανδημίας συνοδεύεται από υπερβολές περί υποβάθμισης του κράτους δικαίου, ενώ στα ελληνοτουρκικά το «κοινό μέτωπο» συνοδεύεται από αδικαιολόγητα πολλούς αστερίσκους.
Είναι βέβαιο ότι, για να πάει μπροστά, ο τόπος χρειάζεται κάθαρση. Κι ακόμα πιο βέβαιο ότι καμία κάθαρση δεν είναι δυνατή χωρίς φως, αλήθεια κι απόδοση ευθυνών.
 
 
 

 
Ποτέ άλλοτε όμως, πριν από την κυβέρνηση που είχε αναγγείλει ότι «θα είναι κάθε λέξη του Συντάγματος», δεν είχε υπάρξει τέτοιο οργανωμένο, εφ’ όλης της ύλης και «φιλοσοφημένο» (όχι απλώς άσκηση αλλά κατάληψη της εξουσίας) σχέδιο υποταγής της Δημοκρατίας στο κόμμα-Κράτος. 

Αλλά και μετά τις αποκαλύψεις, και με αφορμή τις αποκαλύψεις, ένα νέο «αφήγημα», που στην πραγματικότητα είναι στρατήγημα, άρχισε να πλανάται πάνω από την πολιτική σκηνή. Σύμφωνα με αυτό, όποιος –πολιτικό κόμμα, πολίτης αλλά κυρίως η κυβέρνηση- δίνει έμφαση ή απλώς σημασία στη χιονοστιβάδα αποκαλύψεων που αφορούν στην προηγούμενη περίοδο διακυβέρνησης ενεργεί σε βάρος του εθνικού συμφέροντος, αφού διασπά την ενότητα που καθιστούν αναγκαία μια σειρά από άλλα συνταρακτικά γεγονότα -κυρίως η επαπειλούμενη λόγω του κορωνοϊού οικονομική δυσπραγία και οι όλο και πιο ανοιχτές απειλές της Τουρκίας κατά της εθνικής μας κυριαρχίας. Πρόκειται για –μία ακόμη- προσπάθεια συγκάλυψης.
Η θεσμική σημασία του «ελληνικού Γουότεργκέιτ» έγκειται στο ότι όλες οι πτυχές του υπηρετούσαν ένα πολιτικό σχέδιο που, για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση, προερχόταν από την εξουσία και στρεφόταν κατά της Δημοκρατίας. Η αποκάλυψη αυτού του σχεδίου και της «λογικής» που υπηρετούσε, με φωτισμό όλων των λεπτομερειών και όλων των συνεπειών τους, συνιστά, πριν από οτιδήποτε άλλο, δημοκρατικό καθήκον της ελληνικής Πολιτείας, όπως εκφράζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Επειδή είναι προφανές ότι η προηγούμενη κυβέρνηση, που είχε οργανώσει το συγκεκριμένο σχέδιο, δεν επρόκειτο η ίδια να το φωτίσει με τον τρόπο που του αρμόζει, το δημοκρατικό αυτό καθήκον επωμίζεται η διάδοχός της. Συγκάλυψη ή μείωση της σημασίας του –γιατί είναι προφανές ότι όσοι ζητούν οψίμως «ειρήνευση» ζητούν τη συγκάλυψη- θα αποτελούσε δημοκρατικό ατόπημα, και ποινικώς κολάσιμη πράξη, εκ μέρους της σημερινής κυβέρνησης.
Είναι ευνόητο ότι η Δημοκρατία απαιτεί στοιχεία και νηφαλιότητα στη στήριξη κάθε κατηγορίας. Εξίσου φυσικό όμως είναι συγκλονιστικά γεγονότα που αγγίζουν –στην προκείμενη περίπτωση: με παράνομο τρόπο- τον ίδιο τον πυρήνα άσκησης της εξουσίας να χρησιμοποιούνται εντός της πολιτικής/κομματικής διαπάλης. Αυτό κάθε άλλο παρά βλάπτει το δημόσιο συμφέρον, ενώ δεν συνδέεται με την αντιμετώπιση άλλων, ακόμα και των λεγόμενων «εθνικών», ζητημάτων, για τα οποία ούτως ή άλλως δεν υπάρχει ομοφωνία και ούτε αυτά εξαιρούνται της πολιτικής διαπάλης.
Στο σημείο αυτό παρεισφρέει μια δεύτερη διαστρέβλωση: ότι η νυν αξιωματική αντιπολίτευση «δικαιούται» μια ήπια στάση, ακόμα και έναντι τέτοιας σημασίας δημοκρατικών παραβάσεων, επειδή έχει δήθεν «βάλει πλάτη», δηλαδή στηρίξει τα εθνικά συμφέροντα, σε μια σειρά από σημαντικές προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει η παρούσα κυβέρνηση: κυρίως αναφέρονται η εκλογή της Προέδρου της Δημοκρατίας, η πανδημία και ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως το κλείσιμο των συνόρων στον Έβρο και οι τουρκικές απειλές. Το «επιχείρημα» αυτό, εκτός από έωλο –άλλο απειλές κατά της δημοκρατίας κατά νόσφιση εξουσίας και άλλο διαμόρφωση συνθηκών ή αναγκών από εξωγενή γεγονότα-, είναι και ψευδές: γιατί η «συναίνεση» σε όλα τα παραπάνω ζητήματα υπήρξε είτε προσχηματική –στην περίπτωση της εκλογής της Προέδρου και του Έβρου, όπως και της ψήφου των αποδήμων, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης «σύρθηκε» για να μην αποκοπεί πλήρως από το λαϊκό αίσθημα- είτε εξαιρετικά μικρόψυχη –η αποδοχή της αντικειμενικά επαρκούς διαχείρισης της πανδημίας συνοδεύεται από υπερβολές περί υποβάθμισης του κράτους δικαίου, ενώ στα ελληνοτουρκικά το «κοινό μέτωπο» συνοδεύεται από αδικαιολόγητα πολλούς αστερίσκους.
Είναι βέβαιο ότι, για να πάει μπροστά, ο τόπος χρειάζεται κάθαρση. Κι ακόμα πιο βέβαιο ότι καμία κάθαρση δεν είναι δυνατή χωρίς φως, αλήθεια κι απόδοση ευθυνών.
 
 
 

 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ